Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àsse  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈasse]

ο άξονας

àsse  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈasse]

η σανίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assassino assecondare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


asse [αρσ.] da stiro = η σιδερώστρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assaporare (ρ. μτβ.)
assaporire (ρ. μτβ.)
assassinare (ρ. μτβ.)
assassinio (ουσ αρσ )
assassino (αρσ. επίθ και ουσ)
asse (ουσ αρσ )
asse (θηλ.ουσ)
assecondare (ρ. μτβ.)
assediante (ουσ αρσ και θηλ.)
assediante (επίθ.)
assediare (ρ. μτβ.)
assediato (αρσ. επίθ και ουσ)
assedio (ουσ αρσ )
assegnabile (επίθ.)
assegnamento (ουσ αρσ )
assegnare (ρ. μτβ.)
assegnatario (ουσ αρσ )
assegnato (επίθ.)
assegnazione (θηλ.ουσ)
assegno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---