Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assaggiatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [assadʤaˈtore]

1 χημικός που κάνει αναλύσεις (ειδικά σε μεταλλευτικές επιχειρήσεις)
2 γευσιγνώστης
3 δοκιμαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assaggiare assaggiatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asprì (ουσ αρσ )
asprigno (ουσ αρσ )
asprigno (επίθ.)
aspro (επίθ.)
assaggiare (ρ. μτβ.)
assaggiatore (ουσ αρσ )
assaggiatura (θηλ.ουσ)
assaggio (ουσ αρσ )
assai (επίρ.)
assale (ουσ αρσ )
assalire (ρ. μτβ.)
assalitore (αρσ. επίθ και ουσ)
assaltare (ρ. μτβ.)
assaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
assalto (ουσ αρσ )
assaporamento (ουσ αρσ )
assaporare (ρ. μτβ.)
assaporire (ρ. μτβ.)
assassinare (ρ. μτβ.)
assassinio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---