ItalianoGreco


assaggiatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [assadʤaˈtore]

1 χημικός που κάνει αναλύσεις (ειδικά σε μεταλλευτικές επιχειρήσεις)
2 γευσιγνώστης
3 δοκιμαστής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---