Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassaggiatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [assadʤaˈtura] 1 χημική ανάλυση (σε μεταλλουργείο) 2 δοκιμή 3 γεύση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |