Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


asprétto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈpretto]

ξινίλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aspramente asprezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aspo (ουσ αρσ )
asportabile (επίθ.)
asportare (ρ. μτβ.)
asportazione (θηλ.ουσ)
aspramente (επίρ.)
aspretto (αρσ. επίθ και ουσ)
asprezza (θηλ.ουσ)
asprì (ουσ αρσ )
asprigno (ουσ αρσ )
asprigno (επίθ.)
aspro (επίθ.)
assaggiare (ρ. μτβ.)
assaggiatore (ουσ αρσ )
assaggiatura (θηλ.ουσ)
assaggio (ουσ αρσ )
assai (επίρ.)
assale (ουσ αρσ )
assalire (ρ. μτβ.)
assalitore (αρσ. επίθ και ουσ)
assaltare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---