Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaspirazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aspiratˈtsjone] 1 αναρρόφηση 2 εισπνοή 3 αναρροφητική διάταξη 4 εισαγωγή (πχ αέρα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |