Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaspirapólvere
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [as,piraˈpolvere] η ηλεκτρική σκούπα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpassare l'aspirapolvere = σκουπίζω με την ηλεκτρική σκούπα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |