Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaspirànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aspiˈrante] 1 δόκιμος 2 ίκαρος της Σχολής Ικάρων 3 δόκιμος της Σχολής Δοκίμων 4 υποψήφιος aspirànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [aspiˈrante] εισπνέων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |