Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aspettàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [aspetˈtare]

περιμένω

aspettarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [aspetˈtarsi]

προσδοκώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aspersorio aspettativa  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


c'era da aspettarselo = ήταν επόμενο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asperità (θηλ.ουσ)
aspermia (θηλ.ουσ)
asperrimo (επίθ.)
aspersione (θηλ.ουσ)
aspersorio (αρσ. επίθ και ουσ)
aspettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aspettarsi (ρ.μ. (αντων.))
aspettativa (θηλ.ουσ)
aspettazione (θηλ.ουσ)
aspetto (ουσ αρσ )
aspic (ουσ αρσ )
aspide (ουσ αρσ )
aspirante (ουσ αρσ )
aspirante (επίθ.)
aspirapolvere (ουσ αρσ )
aspirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aspiratore (ουσ αρσ )
aspirazione (θηλ.ουσ)
aspirina (θηλ.ουσ)
aspo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---