Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aspèrgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈpɛrʤere]

1 διασκορπίζω σε υγρά σωματίδια
2 περιβρέχω με σταγόνες υγρού
3 καταβρέχω
4 ψεκάζω
5 ραντίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aspatura asperità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asolatrice (θηλ.ουσ)
asparageto (ουσ αρσ )
asparagiaia (θηλ.ουσ)
asparago (ουσ αρσ )
aspatura (θηλ.ουσ)
aspergere (ρ. μτβ.)
asperità (θηλ.ουσ)
aspermia (θηλ.ουσ)
asperrimo (επίθ.)
aspersione (θηλ.ουσ)
aspersorio (αρσ. επίθ και ουσ)
aspettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aspettarsi (ρ.μ. (αντων.))
aspettativa (θηλ.ουσ)
aspettazione (θηλ.ουσ)
aspetto (ουσ αρσ )
aspic (ουσ αρσ )
aspide (ουσ αρσ )
aspirante (ουσ αρσ )
aspirante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---