Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aspàrago  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈparago]

το σπαράγγι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  asparagiaia aspatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asola (θηλ.ουσ)
asolaia (θηλ.ουσ)
asolatrice (θηλ.ουσ)
asparageto (ουσ αρσ )
asparagiaia (θηλ.ουσ)
asparago (ουσ αρσ )
aspatura (θηλ.ουσ)
aspergere (ρ. μτβ.)
asperità (θηλ.ουσ)
aspermia (θηλ.ουσ)
asperrimo (επίθ.)
aspersione (θηλ.ουσ)
aspersorio (αρσ. επίθ και ουσ)
aspettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aspettarsi (ρ.μ. (αντων.))
aspettativa (θηλ.ουσ)
aspettazione (θηλ.ουσ)
aspetto (ουσ αρσ )
aspic (ουσ αρσ )
aspide (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---