Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


asolàia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [azoˈlaja]

συσκευή που φτιάχνει κουμπότρυπες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  asola asolatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asma (ουσ αρσ και θηλ.)
asmatico (αρσ. επίθ και ουσ)
asociale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
asocialità (θηλ.ουσ)
asola (θηλ.ουσ)
asolaia (θηλ.ουσ)
asolatrice (θηλ.ουσ)
asparageto (ουσ αρσ )
asparagiaia (θηλ.ουσ)
asparago (ουσ αρσ )
aspatura (θηλ.ουσ)
aspergere (ρ. μτβ.)
asperità (θηλ.ουσ)
aspermia (θηλ.ουσ)
asperrimo (επίθ.)
aspersione (θηλ.ουσ)
aspersorio (αρσ. επίθ και ουσ)
aspettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aspettarsi (ρ.μ. (αντων.))
aspettativa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---