Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àsino  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈasino]

ο γάιδαρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  asinità asintotico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asinello (ουσ αρσ )
asineria (θηλ.ουσ)
asinesco (επίθ.)
asinino (επίθ.)
asinità (θηλ.ουσ)
asino (ουσ αρσ )
asintotico (επίθ.)
asintoto (ουσ αρσ )
asismico (επίθ.)
asma (ουσ αρσ και θηλ.)
asmatico (αρσ. επίθ και ουσ)
asociale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
asocialità (θηλ.ουσ)
asola (θηλ.ουσ)
asolaia (θηλ.ουσ)
asolatrice (θηλ.ουσ)
asparageto (ουσ αρσ )
asparagiaia (θηλ.ουσ)
asparago (ουσ αρσ )
aspatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---