Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ascensóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aʃʃenˈsore]

το ασανσέρ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ascensionista ascensorista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ascendenza (θηλ.ουσ)
ascendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ascensionale (επίθ.)
ascensione (θηλ.ουσ)
ascensionista (ουσ αρσ και θηλ.)
ascensore (ουσ αρσ )
ascensorista (ουσ αρσ και θηλ.)
ascesa (θηλ.ουσ)
ascesi (θηλ.ουσ)
ascesso (ουσ αρσ )
asceta (ουσ αρσ και θηλ.)
ascetica (θηλ.ουσ)
ascetico (επίθ.)
ascetismo (ουσ αρσ )
ascia (θηλ.ουσ)
asciata (θηλ.ουσ)
ascidiacei (ουσ αρσ πληθ.)
ascidio (ουσ αρσ )
ascisc (ουσ αρσ )
ascissa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---