Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόartificióso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [artifiˈʧoso], [artifiˈʧozo] 1 επιτηδευμένος 2 επιδέξιος 3 τεχνητός 4 πανούργος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |