Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόartifìcio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [artiˈfiʧo] 1 μηχάνημα 2 επινόημα 3 τέχνασμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfuoco [αρσ.] d'artificio = τα βεγγαλικά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |