Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


artìcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈtikolo]

grammatica το αρθρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  articolista artiere  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


articoli [αρσ. πλυθ.] sportivi = τα αθλητικά είδη || articolo [αρσ.] determinativo = το οριστικό άρθρο || articolo [αρσ.] indeterminativo = το αόριστο άρθρο || gli articoli [αρσ. πλυθ.] = τα είδη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

articolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
articolatamente (επίρ.)
articolazione (θηλ.ουσ)
articoletto (ουσ αρσ )
articolista (ουσ αρσ και θηλ.)
articolo (ουσ αρσ )
artiere (ουσ αρσ )
artificiale (επίθ.)
artificiere (ουσ αρσ )
artificio (ουσ αρσ )
artificiosità (θηλ.ουσ)
artificioso (επίθ.)
artifizio (ουσ αρσ )
artigianale (επίθ.)
artigianato (ουσ αρσ )
artigiano (ουσ αρσ )
artigiano (επίθ.)
artigliare (ρ. μτβ.)
artigliere (ουσ αρσ )
artiglieria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---