Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόartière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arˈtjɛre] 1 σκαπανέας 2 πρωτοπόρος 3 τεχνίτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |