Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarticolàre
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [artikoˈlare] αρθρικός articolàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [artikoˈlarsi] 1 διαχωρίζομαι 2 αποτελούμαι 3 αρθρώνω 4 αρθρώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |