Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


artesiàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [arteˈzjano]

αρτεσιανός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arterite artico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arteriectomia (θηλ.ουσ)
arteriosclerosi (θηλ.ουσ)
arteriosclerotico (αρσ. επίθ και ουσ)
arterioso (επίθ.)
arterite (θηλ.ουσ)
artesiano (επίθ.)
artico (αρσ. επίθ και ουσ)
articolare (επίθ.)
articolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
articolatamente (επίρ.)
articolazione (θηλ.ουσ)
articoletto (ουσ αρσ )
articolista (ουσ αρσ και θηλ.)
articolo (ουσ αρσ )
artiere (ουσ αρσ )
artificiale (επίθ.)
artificiere (ουσ αρσ )
artificio (ουσ αρσ )
artificiosità (θηλ.ουσ)
artificioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---