Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarterioscleròsi, arteriosclèrosi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ar,tɛrjoskleˈrɔzi], [ar,tɛrjosˈklɛrozi] αρτηριοσκλήρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |