ItalianoGreco


artéfice  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [arˈtefiʧe]

1 πρωτουργός
2 πρωταίτιος
3 δημιουργός
4 εργολάβος
5 τεχνίτης
6 χειροτέχνης
7 οικοδόμος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---