Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


artataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [artataˈmente]

1 με τέχνη
2 με πανουργία
3 επιδέξια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arsura arte  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arsiccio (αρσ. επίθ και ουσ)
arsina (θηλ.ουσ)
arsione (θηλ.ουσ)
arso (επίθ.)
arsura (θηλ.ουσ)
artatamente (επίρ.)
arte (θηλ.ουσ)
artefare (ρ. μτβ.)
artefice (ουσ αρσ και θηλ.)
Artemide (θηλ.ουσ)
artemisia (θηλ.ουσ)
arteria (θηλ.ουσ)
arteriectomia (θηλ.ουσ)
arteriosclerosi (θηλ.ουσ)
arteriosclerotico (αρσ. επίθ και ουσ)
arterioso (επίθ.)
arterite (θηλ.ουσ)
artesiano (επίθ.)
artico (αρσ. επίθ και ουσ)
articolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---