Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


artefàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [arteˈfare]

1 πλαστογραφώ
2 τροποποιώ
3 νοθεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arte artefice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arsione (θηλ.ουσ)
arso (επίθ.)
arsura (θηλ.ουσ)
artatamente (επίρ.)
arte (θηλ.ουσ)
artefare (ρ. μτβ.)
artefice (ουσ αρσ και θηλ.)
Artemide (θηλ.ουσ)
artemisia (θηλ.ουσ)
arteria (θηλ.ουσ)
arteriectomia (θηλ.ουσ)
arteriosclerosi (θηλ.ουσ)
arteriosclerotico (αρσ. επίθ και ουσ)
arterioso (επίθ.)
arterite (θηλ.ουσ)
artesiano (επίθ.)
artico (αρσ. επίθ και ουσ)
articolare (επίθ.)
articolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
articolatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---