Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àrte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈarte]

η τέχνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  artatamente artefare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


arte [αρσ.] astratta = η αφηρημένη τέχνη || arti [αρσ. πλυθ.] figurative = εικαστικές τέχνες || arti [αρσ. πλυθ.] marziali = οι πολεμικές τεχνές [f.] || galleria [θηλ.] d'arte = η πινακοθήκη, η γκαλερί τέχνης || le Belle Arti [θηλ. πλυθ.] = οι Καλές Τέχνες [f.] || opera [θηλ.] d'arte = το καλλητέχνημα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arsina (θηλ.ουσ)
arsione (θηλ.ουσ)
arso (επίθ.)
arsura (θηλ.ουσ)
artatamente (επίρ.)
arte (θηλ.ουσ)
artefare (ρ. μτβ.)
artefice (ουσ αρσ και θηλ.)
Artemide (θηλ.ουσ)
artemisia (θηλ.ουσ)
arteria (θηλ.ουσ)
arteriectomia (θηλ.ουσ)
arteriosclerosi (θηλ.ουσ)
arteriosclerotico (αρσ. επίθ και ουσ)
arterioso (επίθ.)
arterite (θηλ.ουσ)
artesiano (επίθ.)
artico (αρσ. επίθ και ουσ)
articolare (επίθ.)
articolarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---