Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarsùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [arˈsura] 1 δίψα υπερβολική 2 πυρετώδης δίψα 3 κάψα 4 καύσωνας 5 ξηρασία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |