Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arterioscleròtico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [arterjoskleˈrɔtiko]

αρτηριοσκληρωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arteriosclerosi arterioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Artemide (θηλ.ουσ)
artemisia (θηλ.ουσ)
arteria (θηλ.ουσ)
arteriectomia (θηλ.ουσ)
arteriosclerosi (θηλ.ουσ)
arteriosclerotico (αρσ. επίθ και ουσ)
arterioso (επίθ.)
arterite (θηλ.ουσ)
artesiano (επίθ.)
artico (αρσ. επίθ και ουσ)
articolare (επίθ.)
articolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
articolatamente (επίρ.)
articolazione (θηλ.ουσ)
articoletto (ουσ αρσ )
articolista (ουσ αρσ και θηλ.)
articolo (ουσ αρσ )
artiere (ουσ αρσ )
artificiale (επίθ.)
artificiere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---