Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arsenicàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [arseniˈkato]

περιέχων αρσενικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arsenicale arsenico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arsella (θηλ.ουσ)
arsenale (ουσ αρσ )
arsenalotto (ουσ αρσ )
arseniato (ουσ αρσ )
arsenicale (αρσ. επίθ και ουσ)
arsenicato (επίθ.)
arsenico (ουσ αρσ )
arsiccio (αρσ. επίθ και ουσ)
arsina (θηλ.ουσ)
arsione (θηλ.ουσ)
arso (επίθ.)
arsura (θηλ.ουσ)
artatamente (επίρ.)
arte (θηλ.ουσ)
artefare (ρ. μτβ.)
artefice (ουσ αρσ και θηλ.)
Artemide (θηλ.ουσ)
artemisia (θηλ.ουσ)
arteria (θηλ.ουσ)
arteriectomia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---