ItalianoGreco


arsenàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arseˈnale]

1 παλαιοπωλείο
2 παλιατζίδικο
3 ναυπηγείο
4 εργοστάσιο όπλων
5 νεώριο
6 καρνάγιο
7 νεώλκιο
8 νεωλκείο
9 ταρσανάς
10 ναύσταθμος
11 πληθώρα επιχειρημάτων
12 σωρός
13 οπλοστάσιο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---