Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarruolàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [arrwoˈlare] στρατολογώ arruolàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [arrwoˈlarsi] (in) κατατάσσομαι ως εθελοντής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |