Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arruolaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arrwolaˈmento]

κατάταξη στο στρατό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrugginito arruolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arruffone (ουσ αρσ )
arrugginimento (ουσ αρσ )
arrugginire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrugginirsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrugginito (επίθ.)
arruolamento (ουσ αρσ )
arruolare (ρ. μτβ.)
arruolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arruolatore (ουσ αρσ )
arsella (θηλ.ουσ)
arsenale (ουσ αρσ )
arsenalotto (ουσ αρσ )
arseniato (ουσ αρσ )
arsenicale (αρσ. επίθ και ουσ)
arsenicato (επίθ.)
arsenico (ουσ αρσ )
arsiccio (αρσ. επίθ και ουσ)
arsina (θηλ.ουσ)
arsione (θηλ.ουσ)
arso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---