Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saltellìo (ουσ αρσ ) salùto (ουσ αρσ )
saltèllo (ουσ αρσ ) sàlva (θηλ.ουσ)
saltellóni (επίρ.) salvàbile (αρσ. επίθ και ουσ)
salterèllo (ουσ αρσ ) salvacondótto (ουσ αρσ )
saltèrio (ουσ αρσ ) salvadanàio (ουσ αρσ )
saltimbànco (ουσ αρσ ) salvadorégno (ουσ αρσ )
saltimbócca (ουσ αρσ ) salvadorégno (επίθ.)
sàlto (ουσ αρσ ) salvagènte (ουσ αρσ )
saltuariaménte (επίρ.) salvaguardàre (ρ. μτβ.)
saltuarietà (θηλ.ουσ) salvaguardarsi (ρ.μ. (αντων.))
saltuàrio (επίθ.) salvaguàrdia (θηλ.ουσ)
salùbre, sàlubre (επίθ.) salvaménto (ουσ αρσ )
salubreménte (επίρ.) salvamotóre (ουσ αρσ )
salubrità (θηλ.ουσ) salvapùnte (ουσ αρσ )
salùme (ουσ αρσ ) salvàre (ρ. μτβ.)
salumerìa (θηλ.ουσ) salvarsi (ρ.μ. (αντων.))
salumière (ουσ αρσ ) salvaslìp (ουσ αρσ )
salumifìcio (ουσ αρσ ) salvastrèlla (θηλ.ουσ)
salutàre (επίθ.) salvatàcco (ουσ αρσ )
salutàre (ρ. μτβ.) salvatàggio (ουσ αρσ )
salutarsi (ρ.μ. (αντων.)) salvatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
salutazióne (θηλ.ουσ) salvazióne (θηλ.ουσ)
salùte (θηλ.ουσ) sàlve (επιφ.)
salutìfero (επίθ.) sàlve regìna (ουσ αρσ και θηλ.)
salutìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) salvézza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: