Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalterèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [salteˈrɛllo] 1 ξύλινος μοχλός πιάνου 2 ιταλικός χορός με πηδήματα 3 κροτίδα 4 πηδηματάκι 5 βαρελότο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |