Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saltellìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [saltelˈlio]

1 ζωηρό πήδημα
2 σκίρτημα
3 χοροπηδητό
4 αναπήδηση
5 χοροπήδημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saltellare saltello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saltatore (ουσ αρσ )
saltatore (επίθ.)
saltellamento (ουσ αρσ )
saltellante (επίθ.)
saltellare (ρ.αμτβ.)
saltellio (ουσ αρσ )
saltello (ουσ αρσ )
saltelloni (επίρ.)
salterello (ουσ αρσ )
salterio (ουσ αρσ )
saltimbanco (ουσ αρσ )
saltimbocca (ουσ αρσ )
salto (ουσ αρσ )
saltuariamente (επίρ.)
saltuarietà (θηλ.ουσ)
saltuario (επίθ.)
salubre (επίθ.)
salubremente (επίρ.)
salubrità (θηλ.ουσ)
salume (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---