Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsaltatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [saltaˈtore] 1 σαλτιμπάγκος 2 εμποδιστής 3 άλτης 4 ακροβάτης saltatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [saltaˈtore] 1 χοροπηδηχτός 2 πηδηχτός 3 που πηδά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |