Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàlto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsalto]

το πήδημα, το σάλτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saltimbocca saltuariamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(επισκέπτομαι) fare un salto da = (fare una visita) πετάγομαι στο σπίτι || salto [αρσ.] con l'asta = το άλμα επί κοντώ || salto [αρσ.] in alto = το άλμα εις ύψος || salto [αρσ.] in lungo = το άλμα εις μήκος || salto [αρσ.] mortale = το πήδημα του θανάτου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saltelloni (επίρ.)
salterello (ουσ αρσ )
salterio (ουσ αρσ )
saltimbanco (ουσ αρσ )
saltimbocca (ουσ αρσ )
salto (ουσ αρσ )
saltuariamente (επίρ.)
saltuarietà (θηλ.ουσ)
saltuario (επίθ.)
salubre (επίθ.)
salubremente (επίρ.)
salubrità (θηλ.ουσ)
salume (ουσ αρσ )
salumeria (θηλ.ουσ)
salumiere (ουσ αρσ )
salumificio (ουσ αρσ )
salutare (επίθ.)
salutare (ρ. μτβ.)
salutarsi (ρ.μ. (αντων.))
salutazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---