Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsaltimbànco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,saltimˈbanko] 1 καμποτίνος 2 κομπογιαννίτης 3 τσαρλατάνος 4 ταχυδακτυλουργός πλανόδιος 5 ακροβάτης πλανόδιος 6 σαλτιμπάγκος 7 αγύρτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |