Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsaltimbócca
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,saltimˈbokka] ιταλικό φαγητό από μπέικον και φέτα μοσχαριού τυλιγμένα σε ρολό και σοταρισμένα με βούτυρο και άρωμα αρτεμισίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |