Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salùbre, sàlubre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [saˈlubre], [ˈsalubre]

1 ωφέλιμος
2 θρεπτικός
3 υγιεινός
4 υγιής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saltuario salubremente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saltimbocca (ουσ αρσ )
salto (ουσ αρσ )
saltuariamente (επίρ.)
saltuarietà (θηλ.ουσ)
saltuario (επίθ.)
salubre (επίθ.)
salubremente (επίρ.)
salubrità (θηλ.ουσ)
salume (ουσ αρσ )
salumeria (θηλ.ουσ)
salumiere (ουσ αρσ )
salumificio (ουσ αρσ )
salutare (επίθ.)
salutare (ρ. μτβ.)
salutarsi (ρ.μ. (αντων.))
salutazione (θηλ.ουσ)
salute (θηλ.ουσ)
salutifero (επίθ.)
salutista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
saluto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---