Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalutìsta
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [saluˈtista] 1 ευαγγελιστής 2 κατά φαντασία ασθενής 3 υπερβολικά ανησυχών για υγεία 4 μέλος στρατού σωτηρίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |