Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salutìfero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [saluˈtifero]

1 ευεργετικός
2 υγιεινός
3 θρεπτικός
4 ωφέλιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salute salutista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salutare (επίθ.)
salutare (ρ. μτβ.)
salutarsi (ρ.μ. (αντων.))
salutazione (θηλ.ουσ)
salute (θηλ.ουσ)
salutifero (επίθ.)
salutista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
saluto (ουσ αρσ )
salva (θηλ.ουσ)
salvabile (αρσ. επίθ και ουσ)
salvacondotto (ουσ αρσ )
salvadanaio (ουσ αρσ )
salvadoregno (ουσ αρσ )
salvadoregno (επίθ.)
salvagente (ουσ αρσ )
salvaguardare (ρ. μτβ.)
salvaguardarsi (ρ.μ. (αντων.))
salvaguardia (θηλ.ουσ)
salvamento (ουσ αρσ )
salvamotore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---