Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalvaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [salvaˈmento] 1 λυτρωμός 2 διαφύλαξη 3 σώσιμο 4 διάσωση 5 περίσωση 6 σωτηρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |