Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalvazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [salvatˈtsjone] 1 λύτρωση 2 σωτηρία 3 διάσωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |