Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salvìnia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [salˈvinja]

φτέρα Salvinia natans


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salvifico salvo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salve regina (ουσ αρσ και θηλ.)
salvezza (θηλ.ουσ)
salvia (θηλ.ουσ)
salvietta (θηλ.ουσ)
salvifico (επίθ.)
salvinia (θηλ.ουσ)
salvo (επίθ.)
salvo (πρόθ.)
salvo (σύνδ.)
samara (θηλ.ουσ)
samario (ουσ αρσ )
samaritano (ουσ αρσ )
samaritano (επίθ.)
samba (ουσ αρσ και θηλ.)
sambar (ουσ αρσ )
sammarinese (ουσ αρσ )
sammarinese (επίθ.)
samo, Samo (θηλ.ουσ)
samoano (ουσ αρσ )
samoano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---