Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsamaritàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [samariˈtano] Σαμαρείτης samaritàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [samariˈtano] σαμαρειτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |