Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàlvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsalvo]

σώος (-α, -ο), ασφαλής (-ής, -ές)

sàlvo  
πρόθεση

Προσφορά I.P.A.: [ˈsalvo]

1 πλην
2 (eccetto) εκτός

salvo  
σύνδεσμος

Προσφορά I.P.A.: [ˈsalvo]

1 εκτός αν
2 αν δεν
3 εκτός του ότι
4 εκτός από
5 εκτός
6 εξαιρουμένου του
7 με την εξαίρεση του


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salvinia samara  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sano e salvo = σώος και αβλαβής, σώος και ασφαλής || trarre in salvo = σώσω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salvezza (θηλ.ουσ)
salvia (θηλ.ουσ)
salvietta (θηλ.ουσ)
salvifico (επίθ.)
salvinia (θηλ.ουσ)
salvo (επίθ.)
salvo (πρόθ.)
salvo (σύνδ.)
samara (θηλ.ουσ)
samario (ουσ αρσ )
samaritano (ουσ αρσ )
samaritano (επίθ.)
samba (ουσ αρσ και θηλ.)
sambar (ουσ αρσ )
sammarinese (ουσ αρσ )
sammarinese (επίθ.)
samo, Samo (θηλ.ουσ)
samoano (ουσ αρσ )
samoano (επίθ.)
Samotracia (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---