Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsamoàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [samoˈano] κάτοικος της Σαμόα samoàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [samoˈano] ο της Σαμόα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |