Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


samoàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [samoˈano]

κάτοικος της Σαμόα

samoàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [samoˈano]

ο της Σαμόα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  samo, Samo Samotracia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

samba (ουσ αρσ και θηλ.)
sambar (ουσ αρσ )
sammarinese (ουσ αρσ )
sammarinese (επίθ.)
samo, Samo (θηλ.ουσ)
samoano (ουσ αρσ )
samoano (επίθ.)
Samotracia (κύρ.όν. θηλ.)
samovar (ουσ αρσ )
sampan (ουσ αρσ )
sampietro (ουσ αρσ )
samurai (ουσ αρσ )
san (επίθ.)
sanabile (επίθ.)
sanabilità (θηλ.ουσ)
sanare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sanarsi (ρ.μ. (αντων.))
sanativo (επίθ.)
sanatoria (θηλ.ουσ)
sanatoriale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---