Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sanabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sanabiliˈta]

1 ιασιμότητα
2 δυνατότητα θεραπείας
3 δυνατότητα ανάκτησης
4 δυνατότητα επανόρθωσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sanabile sanare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sampan (ουσ αρσ )
sampietro (ουσ αρσ )
samurai (ουσ αρσ )
san (επίθ.)
sanabile (επίθ.)
sanabilità (θηλ.ουσ)
sanare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sanarsi (ρ.μ. (αντων.))
sanativo (επίθ.)
sanatoria (θηλ.ουσ)
sanatoriale (επίθ.)
sanatorio (ουσ αρσ )
sanatorio (επίθ.)
sancire (ρ. μτβ.)
sancito (επίθ.)
sancta sanctorum (ουσ αρσ )
sanctus (ουσ αρσ )
sanculotto (ουσ αρσ )
sandalificio (ουσ αρσ )
sandalo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---