Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsancìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sanˈʧito] 1 θεσπισμένος 2 καθιερωμένος 3 επιβεβαιωμένος 4 επικυρωμένος 5 κυρωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |