Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sancìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sanˈʧito]

1 θεσπισμένος
2 καθιερωμένος
3 επιβεβαιωμένος
4 επικυρωμένος
5 κυρωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sancire sancta sanctorum  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sanatoria (θηλ.ουσ)
sanatoriale (επίθ.)
sanatorio (ουσ αρσ )
sanatorio (επίθ.)
sancire (ρ. μτβ.)
sancito (επίθ.)
sancta sanctorum (ουσ αρσ )
sanctus (ουσ αρσ )
sanculotto (ουσ αρσ )
sandalificio (ουσ αρσ )
sandalo (ουσ αρσ )
sandolino (ουσ αρσ )
sandracca (θηλ.ουσ)
sandwich (ουσ αρσ )
sanforizzare (ρ. μτβ.)
sanforizzato (επίθ.)
sangallo (ουσ αρσ )
sangria (θηλ.ουσ)
sangue (ουσ αρσ )
sangue (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---