Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsanculòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sankuˈlɔtto] ξεβράκωτος γαλλικής επανάστασης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |