Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsanguemìsto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,sangweˈmisto] 1 υβρίδιο 2 διασταυρωμένο είδος 3 ο με επιμειξία αίματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |